- υπωλενιος
- ὑπωλένιοςὑπ-ωλένιος2носимый под мышкой
(φαρέτρα Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φαρέτρα Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπωλένιος — ον, θηλ. και ία, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την ωλένη («τῷ μὲν τόξον ἔδωκεν ὑπωλένιόν τε φαρέτραν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὑπ ὠλένῃ (πρβλ. ἐπ ωλέν ιος)] … Dictionary of Greek
ὑπωλένιον — ὑπωλένιος under the arm masc acc sg ὑπωλένιος under the arm neut nom/voc/acc sg ὑπωλένιος under the arm masc/fem acc sg ὑπωλένιος under the arm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)